σαράντισμα

σαράντισμα
τό
1) исполнение сорока дней со дня рождения или смерти; 2) церк, получение благословения священника на сороковой день после родов (в знак очищения)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σαράντισμα" в других словарях:

  • σαράντισμα — το, Ν [σαραντίζω] 1. το αποτέλεσμα τού σαραντίζω, η συμπλήρωση σαράντα ημερών από τοκετό ή από θάνατο 2. η τελετουργία και η ευχή καθαρισμού που δίνεται από ιερέα σε λεχώνα μετά την συμπλήρωση σαράντα ημερών από την ημέρα τού τοκετού …   Dictionary of Greek

  • σαράντισμα — το, ατος συμπλήρωση σαράντα ημερών από το θάνατο ή από τη γέννηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαράντα — ΝΜ άκλ. (απόλ. αριθμτ.) 1. ο αριθμός που δηλώνει τέσσερεις δεκάδες, τεσσαράκοντα («σαράντα παλληκάρια από τη Λεβαδιά», δημ. τραγούδι) 2. (με άρθρ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σαράντα α) το τεσσαρακοστό έτος τής ηλικίας («μπαίνω στα σαράντα») β) η… …   Dictionary of Greek

  • σαράντιση — η, Ν [σαραντίζω] το σαράντισμα …   Dictionary of Greek

  • σαραντισμός — ο, Ν [σαραντίζω] 1. το σαράντισμα 2. φρ. «Ακολουθία σαραντισμού» σύντομη εκκλησιαστική ακολουθία που τελείται μπροστά στις πύλες τού ναού σαράντα ημέρες μετά από τη γέννηση ενός βρέφους …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»